Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απασχολημένος
1 εγγραφή
απασχολημένος, -η, -ο [apasxoliménos] (& Kath απησχoλημένος) (L)
  • ① being occupied or employed (near-syn απασχολούμενος2 1, ant άεργος, άνεργος):
    • το απασχολημένο εργατικό δυναμικό
  • ② engaged in work etc, occupied, busy (ant ελεύθερος):
    • ~ με προετοιμασίες |
    • ο (κύριος) διευθυντής είναι ~ |
    • το τηλέφωνο είναι απασχολημένο the line is busy (syn phr είναι κατειλημμένο L, είναι πιασμένο, μιλά) |
    • τον βρίσκουμε απασχολημένο με το πλούσιο μεταφραστικό έργο του (Sachinis) |
    • είναι απασχολημένη στο να ξεχαρβαλώνει την κούκλα της (Ouranis) |
    • επιστήμονες απασχολημένοι με το νέο ελληνισμό έπεσαν σε βασικά σφάλματα (Dimaras)
  • ③ preoccupied, engrossed, absorbed (near-syn απορροφημένος, προσηλωμένος):
    • με τέτοια προβλήματα ~ ο Πλήθων, ζούσε στο Mυστρά σαν αυλικός (MChatzidakis) |
    • είμαστε απησχολημένοι, καθένας με τον εαυτό του (Karagatsis)

[ppp of απασχολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες