Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρχαιωμένος, -η, -ο [aparçeoménos] (& kath απηρχαιωμένος) (L)
- antiquated, outdated, obsolete (syn παλαιωμένος L, ξεπερασμένος, ant συγχρονισμένος):
- ~ εξοπλισμός, απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις |
- απαρχαιωμένα όργανα, πλοία |
- ~ νόμος, όρος |
- απαρχαιωμένες απόψεις, ιδέες, λέξεις, μέθοδοι |
- απηρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα |
- το τρένο είναι ένα μέσο μεταφοράς κατηγορηματικά απαρχαιωμένο (Thrylos) |
- δίδασκε μια φυσική απαρχαιωμένη (Xenop)
- ⓐ old-fashioned (ant μοντέρνος):
- απαρχαιωμένη μετάφραση, τέχνη |
- απαρχαιωμένο καπέλο, πνεύμα, σύμβολο |
- απαρχαιωμένα και αφελή αισθήματα |
- αστράφτει η απηρχαιωμένη καθαρεύουσα κάτω απ' την πένα του συγγραφέα (Psathas) |
- poem ζούμε | κόσμους απροσδιόριστους, καιρούς απαρχαιωμένους (Papatsonis)
[ppp of απαρχαιώνω; kath απηρχαιωμένος ← K, AG, ppp of ἀπαρχαιοῦμαι (-όομαι)]
- antiquated, outdated, obsolete (syn παλαιωμένος L, ξεπερασμένος, ant συγχρονισμένος):