Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρτίζω
1 εγγραφή
απαρτίζω [apartízo] ipf απάρτιζα, aor απάρτισα (subj απαρτίσω), mediop απαρτίζομαι, ipf απαρτιζόμουν, aor απαρτίστηκα & απαρτίσθηκα (subj απαρτισθώ), pf & plupf είμαι-ήμουν απαρτισμένος (L)
  • ① make up, constitute (syn L αποτελώ, κάνω, L συγκροτώ):
    • τα άτομα απαρτίζουν το σύνολο |
    • οι επίσκοποι απαρτίζουν τη σύνοδο |
    • η συλλογή απαρτίζει τρεις τόμους |
    • δεκαπέντε οικογένειες απαρτίζουν τώρα κάθε κοινότητα (Athanasiadis-N) |
    • την πολιτική τους ηγεσία την απάρτιζαν μικροί και άβουλοι άνθρωποι (Seferis) |
    • υπάρχει ανομοιογένεια των στοιχείων που απαρτίζουν τον πληθυσμό (Poulianos) |
    • μόνο στον 16ο αιώνα ξεχώρισε η νουβέλα στη Γαλλία και απάρτισε ένα ειδικό λογοτεχνικό είδος (Kanellop)
  • ⓐ mediop απαρτίζομαι be composed of, be made up of, consist of (syn L αποτελούμαι, συγκροτούμαι, συνίσταμαι):
    • το δικαστήριο απαρτίζεται από δώδεκα δικαστές |
    • ο θίασος απαρτίζεται από ηθοποιούς περιωπής |
    • η ιταλική παράταξη απαρτιζόταν από τρεις μεραρχίες (Terzakis) |
    • η αρχαία τραγωδία απαρτίστηκε από το δωρικό χορικό και τον ιωνικό διάλογο (Kakridis)
  • ② set up, form, establish (syn συγκροτώ, σχηματίζω):
    • μια καινούργια τάξη έχει ανάγκη να απαρτίσει τη θεωρητική της εδραίωση (Dimaras) |
    • η διάνοια συναρτά τα δεδομένα της εμπειρικής εποπτείας και απαρτίζει την αντικειμενική ενότητα της πραγματικότητας (Theodorakop) |
    • αυτό ήταν το πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί για ν' απαρτισθεί η ηθική θεωρία (Papanoutsos)

[fr kath απαρτίζω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες