Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρέσκει
2 εγγραφές [1 - 2]
απαρέσκει [aparésci] (L D & lit απαρέσει) pl απαρέσκουν
  • be displeasing or disagreeable (syn δυσαρεστεί, ant αρέσει):
    • ο στρατός παρεμβαίνει, όταν οι εξελίξεις τού απαρέσκουν |
    • δεν κρίνεται ποτέ κάτι από το αν μας αρέσει ή μας απαρέσει (Theodorakop)

[fr kath απαρέσκω ← K (also pap) ← AG; for form ἀπαρέσει cf ἀρέσω]

απαρέσκεια [aparéscia] η, (L)
  • displeasure, dislike (syn δυσαρέσκεια, ant αρέσκεια, ευαρέσκεια):
    • εκδηλώνω, εκφράζω, κρύβω την απαρέσκειά μου |
    • ~ για ορισμένα φαγητά |
    • υποστηρίζει ότι η αρέσκεια απέναντι στο ωραίο και η ~ που αισθανόμαστε απέναντι στο άσχημο δείχνουν ότι εδώ γίνεται μια κρίση (Papanoutsos) |
    • η διαφορά μεταξύ της γαλήνης και της τρικυμίας των δύο σκηνών εγέννησεν απορίες και απαρέσκειες (Papantoniou)

[fr kath απαρέσκεια ← PatrG ἀπαρέσκεια (6th-7th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες