Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανωσιά
1 εγγραφή
απανωσιά [apanosjá] η,
  • surface (syn L επιφάνεια):
    • περπατούσανε στην ~ της γης (Psichari) |
    • οι επιχώσεις αύξησαν την ~ του βράχου (Miliadis) |
    • γυρίζει το πρόσωπο προς το γαλάζιο πέλαγο, που το φως τρεμοπαίζει στην ~ του (Myriv)

[der of απάνω w. suff -σιά after nouns in -σιά, der fr verbs, such as πατωσιά, περασιά κλ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες