Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάστρευτος
1 εγγραφή
απάστρευτος, -η, -ο [apástreftos]
  • ① not cleaned (syn ακαθάριστος 1):
    • απάστρευτο δωμάτιο, πάτωμα, τραπέζι |
    • απάστρευτο λάχανο, σιτάρι
  • ② unpeeled, unshelled, unskinned, unhusked (syn αξεφλούδιστος):
    • απάστρευτα μήλα, πορτοκάλια, σύκα, φασόλια

[fr postmed απάστρευτος, cpd w. *παστρευτός (: παστρεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες