Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιολογών, -ούσα, -ούν [aksioloγón] (L)
- evaluating:
- συγχέεται η υποτιθέμενη πηγή των ηθικών αξιών με τα κίνητρα των αξιολογούντων προσώπων (Papanoutsos)
[fr kath αξιολογών, prp of αξιολογώ]
- evaluating: