Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόπτηση
1 εγγραφή
ανόπτηση [anóptisi] η, gen ανοπτήσεως (L) metall.
  • annealing, anneal, tempering

[fr kath ανόπτησις (Koumanoudis), der of kath ανοπτώ (Koumanoudis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες