Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπόμονος
1 εγγραφή
ανυπόμονος, -η, -ο [anipómonos]
  • ① anxious, eager, impatient (syn region. ανυπομόνευτος, ant υπομονετικός):
    • περιμέναμε ανυπόμονοι στη στάση |
    • έτρεξε ~ στο σπίτι |
    • οι νέες και ανυπόμονες γενιές |
    • ήμουν ~ να μάθω τι είχε συμβεί |
    • είναι ~ να γευθεί τις χαρές της ζωής |
    • "πού είναι το βότανο, να το δω;" ρώτησε η Kρουστάλλω ανυπόμονη (Karkavitsas) |
    • ο νωθρός καιρός πήρε το γοργό ρυθμό που λαχταρίζει κάθε ανυπόμονη ψυχή (Kazantz) |
    • μερικοί απαιτητικοί και ανυπόμονοι άνθρωποι υποφέρουν βλέποντας ότι το ιδανικό δεν γίνεται ζωή (Papanoutsos)
  • ⓐ fig (of inanimate objects):
    • στην Ήπειρο οι χειμώνες έρχονται νωρίς, ανυπόμονοι |
    • οι καταρράχτες πηδούν ανυπόμονοι από τα ύψη των βράχων |
    • το λυγερό κορμί των εφήβων τανιέται σαν τη νευρά του ανυπόμονου τόξου (Panagiotop) |
    • νοιώθετε την πόλη ανυπόμονη ν' απλωθεί, να συγχρονισθεί περισσότερο (Ouranis)
  • ② restless, impatient (ant ήρεμος):
    • ο φόβος τον κάνει πιο νευρικό, πιο ανυπόμονο |
    • πρώτη φορά παρουσιάζονταν μπροστά στον ανυπόμονο τον κόσμο για να τραγουδήσουν (Palam) |
    • τα δυο ανυπόμονα σκυλιά έχουν μια κίνηση φυγής και απιστίας (Papantoniou) |
    • poem .. το στοιχειό | οπού, όμοιο μ' άλογο ανυπόμονο, | σηκώνει τ' άγριο κύμα απανωτό (Sikel)
  • ③ showing impatience or annoyance:
    • η φωνή του έγινε πιο ανυπόμονη κ' εχθρική (Kazantz) |
    • ξαφνικά έκανε μια ανυπομόνη κίνηση του χεριού προς την Π. σα να την έδιωχνε (Tachtsis)

[fr MG ανυπόμονος (Kriaras' Lex), cpd w. LK (Zos. Alch. 3rd-4th c.) υπόμονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες