Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπομόνευτος
1 εγγραφή
ανυπομόνευτος, -η, -ο [anipomóneftos]
  • region. (Pelop) impatient (syn ανυπόμονος 1):
    • δεν κάθεσαι να φας, τόσο ~ είσαι;

[cpd w. *υπομονευτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες