Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανυμέναιος
1 item total
ανυμέναιος, -η, -ο [animéneos] (L)
  • unwedded, unmarried (syn ανύπαντρος):
    • οι ανυμέναιες παρθένες |
    • η ανυμέναιη Πηνελόπη του υπάρχει ακόμη στη ζωή και περιμένει (Panagiotop)

[fr kath ανυμέναιος ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go