Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστοιχίζω [andisti ízo] aor subj αντιστοιχίσω (L)
- place in one-to-one correspondence, to map:
- στα στοιχεία του συνόλου A μπορούμε ν' αντιστοιχίσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία του συνόλου B (Kritikos)
[der of αντιστοιχία]
- place in one-to-one correspondence, to map: