Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιστοιχίζω
1 εγγραφή
αντιστοιχίζω [andisti ízo] aor subj αντιστοιχίσω (L)
  • place in one-to-one correspondence, to map:
    • στα στοιχεία του συνόλου A μπορούμε ν' αντιστοιχίσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία του συνόλου B (Kritikos)

[der of αντιστοιχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες