Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπροπαγανδιστικός, -ή, -ό [andipropaγan∂istikós] (sp. also αντι-προπαγανδιστικός) (L)
- being against propaganda:
- η αντι-φανατική, αντι-προπαγανδιστική όψη του έργου του Iονέσκο (Ploritis)
[cpd w. προπαγανδιστικός]
- being against propaganda: