Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαθητικός, -ή, -ό [andipaθitikós] s. αντιπαθής
- :
- ~ ρόλος, τρόπος, τύπος |
- αντιπαθητική φωνή |
- αντιπαθητικό δωμάτιο, σπίτι |
- αντιπαθητικό χαμόγελο, ύφος |
- στρυφνή και αντιπαθητική γεροντοκόρη |
- η αστυνομία είχε καταντήσει αντιπαθητική στο λαό |
- δεν μου ήταν καθόλου ~ δεν ξέρω ποιος είναι ο αντιπαθητικότερος |
- ο μεταφυσικός που πιστεύει την πλάνη του ή ο δημαγωγός που πλανά χωρίς να πιστεύει; (Athanasiadis-N) |
- η αδιαφορία, ο κόρος και η στυγνή ειρωνία κάνουν τον άνθρωπο αντιπαθητικό (Papanoutsos) |
- ο ήρωας μυθιστορήματος, είτε πρόσωπο συμπαθητικό είναι είτε πρόσωπο αντιπαθητικό, δικαιώνεται από τις συνθήκες ζωής του (Charis) |
- τίποτε δεν είναι πιο αντιπαθητικό όσο η υπεροπτική ισχυρογνωμοσύνη των ειδικών (ChKarouzos)
[fr MG αντιπαθητικός (Schol. Opp.), der of *αντιπαθητός (: αντιπαθώ); cf παθητικός (Aristotle) and ant συμπαθητικός (: συμπαθώ)]