Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιοθωνιστής [andioθonistís] ο, (L) hist
- one who opposed king Otho of Greece (ant οθωνιστής):
- φλογερός ~ |
- ο πατέρας είναι φυλακή μαζί με άλλους αντιοθωνιστές (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιοθωνιστής, cpd w. οθωνιστής]
- one who opposed king Otho of Greece (ant οθωνιστής):