Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αντικρυστής
1 item total
αντικρυστής [andikristís] ο,
  • one who views, viewer:
    • η θανάσιμη στιγμή στο αντίκρυσμα των έργων της ποιητικής μεγαλοφυΐας όπου ο ~ αντιζυγιάζεται με τον αντικρυζόμενο (Melas)

[der of αντικρύζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go