Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντικαποδιστριακός1 [andikapo∂istriakós] ο, (L) hist
- one who opposed Capodistria (ant καποδιστριακός):
- οι Mαυρομιχαλαίοι, οι Δεληγιανναίοι και οι άλλοι αντικαποδιστριακοί της εποχής εκείνης (ca. 1830)
[substantiv. m of αντικαποδιστριακός2]
- one who opposed Capodistria (ant καποδιστριακός):
- αντικαποδιστριακός2, -ή, -ό [andikapo∂istriakós] (L) hist
- being against Capodistria (ant καποδιστριακός):
- αντικαποδιστριακή εκστρατεία |
- η αντικαποδιστριακή επανάσταση του 1831
[cpd w. καποδιστριακός, der of Kαποδίστριας]
- being against Capodistria (ant καποδιστριακός):