Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανταρτεμένος
2 items total [1 - 2]
ανταρτεμένος1 [andarteménos] ο, (one who became a)
  • rebel (syn αντάρτης):
    • η κλεφτουριά η παλιά, όλοι οι ασίκηδες, οι ρέμπελοι, οι ανυπόταγοι, οι ανταρτεμένοι, αυτοί μπήκανε στη δούλεψη της τουρκιάς (Petsalis)

[substantiv. m of ανταρτεμένος2]

ανταρτεμένος2, -η, -ο [andarteménos]
  • rebellious, wild:
    • poem δε λευτερώνεις μοναχά θεό παλεύοντας, νικώντας, | σε στέριους νόμους υποτάζοντας το ανταρτεμένο χάος (Kazantz Od 14.1365)

[ppp of ανταρτεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go