Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίπαλος1 [andípalos] ο, η, gen αντιπάλου, acc pl αντίπαλους & αντιπάλους (L)
- ① adversary, antagonist, competitor, rival:
- (syn ανταγωνιστής 1, αντίζηλος1, αντίθετος1) |
- κομματικοί αντίπαλοι |
- δυνατός ~ |
- στη συζήτηση να προσπαθείς να γκρεμίζεις τα επιχειρήματα του αντιπάλου |
- με είχε περάσει ο αντίπαλός μου |
- απέσπασε τη μπάλα απ' τα χέρια του αντιπάλου |
- ο δικηγόρος ήταν βέβαιος ότι το δίκαιο ανήκε πιο πολύ στον αντίπαλο παρά στον πελάτη του (Tsirpanlis) |
- η άτυχη ~ της Λητώς, η Nιόβη |
- η Kαρχηδόνα, η περίφημη ~ της Pώμης
- ② opponent, adversary, foe (syn εχθρός, L πολέμιος):
- αντίπαλοι των καθαρευουσιάνων |
- στον πόλεμο, ο ~ δεν έχει δικαίωμα να υπάρχει |
- μετά από εφτάωρη μάχη οι αντίπαλοι ήρθαν στα χέρια |
- μετά τη νίκη του, ο βασιλιάς κρέμασε σ' ένα δέντρο το κεφάλι του αντιπάλου του (Evelpidis, adapted) |
- από την Kάτω Iταλία προήλθε ο Bαρλαάμ, ο γνωστός ~ του Γρηγορίου του Παλαμά (Vacalop) |
- υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τη στάση των Iταλών αξιωματικών απέναντι στον αντίπαλό τους, απέναντί μας (Tsirpanlis)
- ⓐ one being against sth (an idea, policy etc):
- ~ κάθε προόδου |
- αντίπαλοι του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου |
- ~ της απόλυτης ελευθερίας της επιστήμης |
- οι αντίπαλοι των εθνικοποιήσεων ισχυρίζονται ότι η πείρα μας στον τομέα αυτόν είναι αρνητική (Angelop, adapted) |
- αντιρρήσεις διατυπώθηκαν από αντίπαλους της ψυχοφυσιολογικής ερμηνείας και από φιλόλογους (Papanoutsos)
[fr MG αντίπαλος ← PatrG, AG]
- ① adversary, antagonist, competitor, rival:
- αντίπαλος2, -η (& L -ος), -ο [andípalos]
- opposing, rival, antagonistic (syn αντίμαχος2 1):
- αντίπαλοι κόσμοι |
- αντίπαλες ερμηνείες, τάξεις, παρατάξεις |
- αντίπαλα κόμματα |
- η ~ or αντίπαλη ομάδα |
- χωρίστηκαν σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα |
- phr το αντίπαλο δέος mutual fear |
- ο νομιναλισμός ήταν η αντίπαλη προς το ρεαλισμό σχολή |
- η εσωτερική πάλη του ποιητή είναι να συμβιβάσει δυο αντίπαλες δυνάμεις, τη λυρική ιδιοσυγκρασία και το κριτικό πνεύμα (Chatzinis, adapted) |
- δυο αντίπαλα πνεύματα συνταιριάζουν τη διπλή τους φλόγα, και από τη φλόγα αυτή τινάζεται ο Σαιξπήρος (Palam)
[fr kath αντίπαλος ← AG]
- opposing, rival, antagonistic (syn αντίμαχος2 1):