Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντάτζιο1 [adádzio] το, indecl (& αντάτζια) mus
- adagio, movement or piece in adagio tempo (syn βραδύ μέλος, βραδύς ρυθμός):
- οι γρύλοι άρχισαν ένα γλυκερό ~ (TAthanasiadis) |
- με πρελούντια και με φινάλε, με σκέρτσα, με αλλέγρα, με αντάτζια κλ (Palam)
[fr It adagio]
- adagio, movement or piece in adagio tempo (syn βραδύ μέλος, βραδύς ρυθμός):
- αντάτζιο2 [adádzio] adv, mus
- slowly and gracefully, adagio (syn αργά)
[fr It adagio]