Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορθογράφητος, -η, -ο [anorθoγráfitos] (L)
- ① written w. orthographic errors, containing misspellings (ant ορθογραφημένος)
- ② writing w. orthographic errors, misspelling:
- η μόνη ανορθογράφητη χώρα της Eυρώπης (syn ανορθογράφος, ant ορθογράφος)
[fr kath (D.N. Vernardakis)]