Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιγοκλείνω
1 εγγραφή
ανοιγοκλείνω [aniγoklíno] &, νοιγοκλειώ (ανοιγοκλείς, ανοιγοκλεί), ipf ανοιγόκλεινα, ανοιγόκλεια & ανοιγοκλειούσα, prp ανοιγοκλείνοντας & ανοιγοκλειόντας, aor ανοιγόκλεισα (subj ανοιγοκλείσω), pass ανοιγοκλείνομαι, aor ανοιγοκλείστηκε
  • ① trans open and close, unlock and lock, turn on and off (syn ανοιγοσφαλίζω, phr ανοίγω και κλείνω):
    • ~ |
    • ~ το ψαλίδι, τις παλάμες, τα δάχτυλα |
    • ανοιγόκλεισε το στόμα |
    • το στόμα ανοιγοκλείστηκε |
    • ~ |
    • ~ τα μάτια μου twinkle, wink, blink one's eyes |
    • ~ τα βλέφαρα blink (syn βλεφαρίζω) |
    • phr όσο ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια in the twinkling of an eye, in a wink, in a flash (kath εν ριπή οφθαλμού; syn στο άψε σβήσε) |
    • ανοιγόκλεινε στον αέρα τις γάμπες της ψαλίδι (Terzakis) |
    • μερικοί στρατιώτες ανοιγοκλείνουν ξιφολόγχη και θήκη να δουν μήπως σφήνωσαν (Zalokostas) |
    • poem ποιο να 'ναι τ' άνθος που θωρώ | ν' ανοιγοκλεί τα πέταλά του; (Malakasis) |
    • ο φάρος στα χαμένα ανοιγοκλείνει το 'να μάτι του (Ritsos) |
    • w. no obj του λόγου σου ανοιγοκλείνοντας .. χάλασες αυτές τις παλιοκλειδωνιές (Makrygiannis)
  • ⓐ intr open and close (syn ανοίγομαι και κλείνομαι):
    • ανοιγοκλείνουν οι πόρτες |
    • η πόρτα ανοιγόκλεισε σιγανά |
    • ανοιγοκλειούν αυλόπορτες και τζαμωτά |
    • ανοιγόκλεισαν τα παράθυρα, τα πορτοπαράθυρα |
    • η εξώπορτα έτριζε όταν ανοιγόκλεινε |
    • τα σαγόνια της καμήλας ανοιγόκλειναν σ' ένα αδιάκοπο αναμάσημα (Kazantz) |
    • τα στόματα των αντρών ανοιγοκλείναν |
    • τα μάτια της, τα ματόκλαδα, τα βλέφαρά της ανοιγόκλειναν ακατάπαυστα |
    • τα ρουθούνια ανοιγόκλειναν |
    • τα χείλια ανοιγοκλειούν |
    • πήρα και μια σαρμόνικα που ανοιγοκλεί (Valtinos) |
    • ένα ομπρελίνο που ανοιγόκλεινε |
    • τα δάχτυλα ανοιγοκλείνουν σε σπασμούς |
    • τα πνεμόνια μας ανοιγοκλείνουν |
    • τ' άστρα ανοιγοκλείνουν σαν μάτια twinkle |
    • folkt το αθάνατο νερό είναι πίσω από εκείνο το βουνό που ανοιγοκλείνει (Megas) |
    • poem Θεοί γεννιούνται και θεοί πεθαίνουν | κι ανοιγοκλείνουν οι ουρανοί (Palam) |
    • σμίγαν γοργά τα δέντρα, ξέσμιγαν, τα βράχια ανοιγοκλειούσαν (Kazantz Od 19.872) |
    • ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου | σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν (Ritsos)
  • ② intr change alternately, change in turn, of weather:
    • ανοιγοκλεί ο καιρός

[fr MG ανοιγοκλειώ & ανοιγοκλείνω, cpd of ανοίγω and κλειώ/κλείνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες