Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανισοβαρής, -ής, -ές [anisovarís] (L)
- ① of unequal weight (syn ανισόβαρος, ant ισοβαρής):
- ανισοβαρή μέταλλα
- ② fig unilateral, onesided (syn ετεροβαρής):
- ~ σύμβαση a unilateral agreement
[fr kath ← K ἀνισοβαρής]
- ① of unequal weight (syn ανισόβαρος, ant ισοβαρής):