Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιδιοτέλεια
1 εγγραφή
ανιδιοτέλεια [ani∂iotélia] η, (L)
  • unselfishness, disinterestedness, impartiality (ant ιδιοτέλεια):
    • ανεπιφύλακτη, απαράμιλλη, απόλυτη, ευγενική, ουσιαστική, πλήρης, πνευματική ~ |
    • η έννοια της ανιδιοτέλειας |
    • πράξη ανιδιοτέλειας |
    • το πνεύμα, το ύψος της ανιδιοτέλειας |
    • το άκρον άωτον της ανιδιοτέλειας |
    • εργάστηκε, μίλησε με ~ |
    • πρόσφερε με ~ τη συνεργασία του |
    • η ~ των πράξεών του λοιδορεί την εποικοδομητική αρετή του ήρωα κατά την αρχαία έννοια (Prevelakis) |
    • έδειξε την πρόθεση να υπηρετήσει με ειλικρίνεια κι ~ την Eλλάδα (Karagatsis) |
    • η ~ έχει καταντήσει άγνωστη λέξη (Panagiotop) |
    • είναι σοφότερη, μα έχασε πια κείνη τη μέθη της ανιδιοτέλειας (Tsirkas) |
    • εκτιμώ την ~ και τη θέρμη με την οποία προσπάθησαν όλοι οι συζητητές να δώσουν μια λύση σ' αυτό το θέμα (Tsatsos) |
    • οι κριτικές έχουν μια πρώτη αρετή |
    • ~ (Charis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανιδιοτέλεια, der of ανιδιοτελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες