Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθόκρινο [anθókrino] το, (D) & lit
- lily (flower) (syn κρίνο):
- η βασιλοπούλα ήταν ωραία όσο δεν έπαιρνε άλλο και σαν τ' ανθόκρινα λευκή (Vlachogiannis) |
- poem μες στην κορφή της θάλασσας, που μόνα | λίγ' ανθόκρινα αφρού θενά 'χουν μείνει .. (Gryparis)
[cpd of άνθος & κρίνο]
- lily (flower) (syn κρίνο):