Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρώπινος
2 εγγραφές [1 - 2]
ανθρώπινος, -η, -ο [anθrópinos] (L)
  • ① pertaining to man, human (syn ανθρωπινός 1):
    • ~ θεσμός, λόγος, μόχθος, όμιλος, παράγοντας, πολιτισμός, πόνος, στοχασμός, τύπος, χώρος |
    • ανθρώπινη αντοχή, αξιοπρέπεια, διάνοια, δόξα, δύναμη, δυστυχία, ελευθερία, εξυπνάδα, εργασία, ζωή, θέληση, ιδιότητα, κοινωνία, λαλιά, μοίρα, ομάδα, πορεία, πραγματικότητα, συμπάθεια, συμπεριφορά, τραγωδία, υπόσταση, φύση, ψυχή |
    • ανθρώπινες αξίες, αντιθέσεις, θυσίες, σκέψεις, σχέσεις |
    • ανθρώπινο αίμα, κεφάλι, κορμί, πόδι, χέρι |
    • ανθρώπινο γένος, είδος, έργο, πλάσμα |
    • ανθρώπινα εργαλεία, ιδεώδη, κύτταρα, όντα, πάθη, πράγματα, στοιχεία |
    • ανθρώπινες αδυναμίες |
    • ανθρώπινες επιστήμες humanistic sciences, humanities (syn ανθρωπιστικές επιστήμες) |
    • ανθρώπινα δικαιώματα human rights |
    • τα λάθη είναι ανθρώπινα |
    • παγκόσμια ανθρώπινη αδερφοσύνη |
    • αυτό που λέμε στον άνθρωπο ένστικτο είναι η ανθρώπινή του σφραγίδα (Tatakis) |
    • μια φωνή ανθρώπινη μέσα στο απόλυτο σκοτάδι είναι μια αντίσταση, μια νίκη ενάντια στο σκοτάδι, όπως ένα φως (Myriv) |
    • οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δημιουργήσει δικό τους ανθρώπινο πρότυπο |
    • 'καλός καγαθός' (Kazantz) |
    • κανείς δεν μπόρεσε ως σήμερα να συλλάβει ποιο θα είναι το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης (Theotokas) |
    • είχε φτιάξει έναν κόσμο δικό του κ' έναν τρόπο για συνεννόηση άγνωστο στις ανθρώπινες κοινωνίες (Bastias) |
    • από τον πλατωνικόν έρωτα ως την αριστοτελική φιλία υπάρχει ανθρώπινη ωριμότητα μεγάλου βαθμού (Theodorakop) |
    • τολμάμε να πούμε ότι ο Θεός έχει κάτι το ανθρώπινο (Georgoulis) |
    • η ανθρώπινη αθλιότητα και η δοκιμασία είναι γεννημένη μαζί με τον άνθρωπο, αρρώστια αθεράπευτη (Dizikirikis) |
    • η ιστορία είναι μαζί και ανθρώπινη γεωγραφία (Evelpidis) |
    • και τους αγίους ακόμη ο Δοξαράς τους εμφανίζει ανθρώπινους και γήινους (Varelas) |
    • poem το θηρίο π' ανανογιέται, | πως του λείπουν τα μικρά, | περιορίζεται πετιέται, | αίμα ανθρώπινο διψά (Solom) |
    • αν είναι ~ ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι | μόνο για να πονούμε (Seferis)
  • ② humane, decent, considerate (syn ανθρωπινός 3,:
    • εκείνος που είναι αληθινά ~, όχι, δεν έχει το δικαίωμα, όχι, έχει το χρέος, δεν μπορεί να μην είναι σε κάθε περίσταση ~ (Panagiotop) |
    • την κάθαρση των συναισθημάτων θα την επιτελέσει ο μύθος με το ηθικό, με το ανθρώπινο περιεχόμενό του (Papanoutsos) |
    • στη στάση του Πιλάτου αναγνωρίζονται καθαρώς ανθρώπινα στοιχεία (Stasinop) |
    • είναι πολύ δύσκολο να μείνει κανείς αγνός κι ~ και ζωντανός (Athanasiadis-N) |
    • ξαναβρίσκουμε εδώ σχέσεις ανθρώπινες που μας είναι οικείες από την επαφή μας με την ελληνική ζωή (Dimaras)

[fr MG ανθρώπινος ← AG, K, der of ἄνθρωπος w. suff -ινος]

ανθρωπινός, -ή, -ό [anθropinós] (D)
  • ① = ανθρώπινος 1:
    • ανθρωπινή λαλιά, φωνή |
    • ανθρωπινό αίμα, κρέας, χέρι |
    • prov κάλλιο φιδιού γλώσσα, παρ' ανθρωπινή |
    • την έκαμαν βράχο με το σχήμα τ' ανθρωπινό (Papadiam) |
    • επάνω στο γαϊδουράκι εφαινόταν δεμένο με τριχιές ένα παιδί ή καλύτερα ένα κουβάρι ανθρωπινό, τυλιγμένο μέσα σε βρωμερά κουρέλια (Karkavitsas) |
    • folks. δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια, | μόν' ελαλούσε κ' έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα (Kerkyra) |
    • poem και να σου σχήμα ανθρωπινό σαν πόχουνε συνήθεια | οι πελαγήσοι να κεντούν τα χέρια και τα στήθια (Solom) |
    • κ' η σάρκα σου η ανθρωπινή | στην πλάση θα ξαναφανεί (Palam)
  • ② fit or suitable for human beings, adequate, good (near-syn αρκετός, επαρκής L, ικανοποιητικός):
    • ~ δρόμος |
    • ανθρωπινή διαβίωση |
    • ανθρωπινό ντύσιμο |
    • ανθρωπινό δωμάτιο, σπίτι |
    • ο λαός θέλει εργασία και μια ζωή ανθρωπινή (Theotokas) |
    • ήρθανε χρόνοι καλύτεροι, πιο ανθρωπινοί, αν ανθρωπιά λέγεται να βγάζεις ίσα ίσα το καρβέλι (Terzakis) |
    • τα απαραίτητα στη ζωή είναι η χορταστική τροφή, η ανθρωπινή στέγη κλ (Palaiologos) |
    • poem .. πάσκιζε | να φέρει τον πατέρα του | σε μια ζωή πιο ανθρωπινή (Stavrou Ar)
  • ③ = ανθρώπινος 2:
    • ανθρωπινό γράμμα, φέρσιμο |
    • ανθρωπινές, ευγενικές, πολιτισμένες σχέσεις |
    • θα ήθελες ίσως λόγια θερμότερα, τρυφερότερα, ανθρωπινότερα· τι να σου κάμω, δεν μπορώ (Palam) |
    • όσο ο πόλεμος θέριευε τους ανθρώπους, τόσο αυτός γίνονταν αλλιώτικος, ~, ακόμα κ' υπεράνθρωπος (Vlachogiannis) |
    • ο τύπος του πατέρα, ~, ανθρωπινότατος (Athanasiadis-N) |
    • όλοι θέλουμε να γίνουμε λογικότεροι, φρονιμότεροι, αληθινότεροι, ανθρωπινότεροι (Theodoridis)

[fr MG ανθρωπινός bes ανθρώπινος, der of άνθρωπος w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες