Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωπισμός [anθropizmós] ο, (L)
- ① humanism (syn ουμανισμός):
- η θεωρία του ανθρωπισμού |
- ο ~ της εποχής των Παλαιολόγων |
- ο ~ εκδηλώθηκε αρχικά στη Φλωρεντία |
- έτσι αιτιολογείται η αποκλειστική προσήλωση της Aναγεννήσεως στον ανθρωπισμό (Georgoulis)
- ② humaneness, civility, politeness (syn ανθρωπιά 1, ευγένεια):
- ο ~ είναι η μόνη αληθινά υπέροχη αρετή |
- το γέλιο είναι το άνθος του ανθρωπισμού |
- ~ είναι η ηθική τελείωση του ανθρώπου, η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου που μπορεί να κάνει το καλό |
- είναι γυμνός από ανθρωπισμό |
- έχασαν, πούλησαν τον ανθρωπισμό τους |
- η τέχνη να τεθεί στην υπηρεσία του ανθρωπισμού |
- η πάλη του ανθρωπισμού εναντίον της βίας |
- ποτέ δεν έπαψα να δίνω την πίστη μου στον Eλληνισμό που είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου (Seferis) |
- ο ~ θέλει να κάνει τον άνθρωπο αληθινό και αφοσιωμένο φίλο του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- ο πραγματικός ~ δεν είναι μπορετός παρά με γενική πνευματική και υλική εξύψωση του ανθρωπίνου συνόλου (Kasimatis)
- ⓐ good breeding, fine education:
- όποιος καταφρονεί τη φυσική του γλώσσα, καταφρονεί τον ανθρωπισμό του (Koumarianou) |
- ο πατέρας τα 'βλεπε αυτά και καμάρωνε που τέλος πάντων είδαν ανθρωπισμό τα κορίτσια (Eftaliotis)
[fr kath ανθρωπισμός ← PatrG, AG, der of ἀνθρωπίζω]
- ① humanism (syn ουμανισμός):