Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθοφόρος, -α, -ο [anθofóros] (L)
- flower-bearing, floriferous, flowering, blossoming:
- η ανθοφόρα αμυγδαλιά, λεμονιά, πορτοκαλιά κλ |
- γη ανθοφόρα |
- ανθοφόρες γλυσίνες στους τοίχους (Panagiotop) |
- poem και πηδούν όλες οι κόρες | με τις αγκάλες ανοικτές, | τραγουδώντας, ανθοφόρες, | με τα τύμπανα κ' εκειές (Solom) |
- τα γυμνά σας κρύα μπαλκόνια | βραγιές φουντώνουν κάποτε ανθοφόρες (Palam) |
- όχι ρόδα αλλά πανσέδες θα ποθούσα να μου αφήσεις, | αν στο σπίτι μου ανθοφόρα κι άλλοτε ξανανεβείς (Malakasis) |
- μένε πλάι μας τώρα, γίνε το ανθοφόρο περιβόλι | κι ο καρπός μας της τρυφής (Papatsonis)
[fr kath ανθοφόρος ← AG]
- flower-bearing, floriferous, flowering, blossoming: