Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοκομία
1 εγγραφή
ανθοκομία [anθokomía] η, (L)
  • floriculture:
    • σπιτική ~ |
    • πολλά είναι τα κατορθώματα της ανθοκομίας στη ζωή |
    • ζήτησε να μαθαίνουν οι μαθήτριες στην πράξη μαγειρική, κηπουρική και ~ (Delmouzos) |
    • κάνουμε την πρώτη μας στάση μπροστά στα προϊόντα της ανθοκομίας του τόπου (Charis) |
    • στο κράτος των νέων η ~ αποτελεί σπουδαίο κλάδο της εθνικής παραγωγής (Evelpidis) |
    • η τουλίπα είναι η μεγάλη δόξα της ολλανδικής ανθοκομίας (Panagiotop) |
    • το έμβλημα του φθινοπώρου είναι η γαζία· δεν έχει βάλει χέρι απάνω της η ~ (Palaiologos)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοκομία, der of ανθοκόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες