Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθίζω [anθízo] ipf άνθιζα, aor άνθισα (subj ανθίσω)
- ① bloom, blossom (syn λουλουδιάζω):
- ανθίζει η λεμονιά, η ροδακινιά κλ |
- ανθίζουν γαζίες |
- ανθίζουν τα κλαριά, τα λουλούδια, τα τριαντάφυλλα |
- ανθίζουν τα περιβόλια |
- prov θέλει ν' ανθίσει το δεντρί, μα η πάχνη δεν τ' αφήνει (Marketos) |
- αν μας πικραίνουν συμφορές, αν μας σπαράζουν πάθια, | ανθίζουν και τριαντάφυλλα μες στα πολλά τ' αγκάθια (Vrettakos) |
- λίγο ακόμα και θ' άνθιζε λουλούδι η πέτρα (Panagiotop) |
- η άνοιξη είχε ανθίσει τα λουλούδια των πεζουλιών (Ouranis) |
- folks. θέλετε, δέντρα, ανθίσετε, θέλετε μαραθήτε, | στον ήσκιο σας δεν κάθομαι, μήτε και στη δροσιά σας (DPetrop) |
- poem μέρα που άνθισαν οι λόγγοι | για το τέκνο του Θεού (Solom) |
- λουλούδι που μαράθηκε προτού ν' ανθίσει ακόμα (Karyotakis) |
- λίγο ακόμα | θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν (Seferis)
- ② fig develop, appear, blossom (syn ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι):
- το γενάκι άνθιζε |
- ζούσα περιμένοντας να δω αυτό το χαμόγελο ν' ανθίζει πίσω από το κρύσταλλο (Myriv) |
- σκέπτομαι την αρμονία αυτή που άνθισε πρώτα μες στην καρδιά των απλοϊκών μαστόρων του νησιού (Venezis) |
- είδα την απόλυτη ομορφιά ν' ανθίζει (Kazantz) |
- το ψυχρό, κοροϊδευτικό ύφος είναι ό,τι χρειάζεται για να σκοτώσει ακόμη κ' έναν έρωτα που πήγε ν' ανθίσει γεμάτος υποσχέσεις (Chatzinis) |
- πρέπει εκείνη τη βραδιά ν' άνθισαν ειδύλλια στις καρδιές τους (Palaiologos, adapted) |
- poem κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ' όλα τα πλούτια πόχει (Solom) |
- στην όψη του ν' ανθίζει το χαμόγελο (Palam)
- ⓐ flourish, prosper, thrive, do well, blossom (syn ακμάζω, αναπτύσσομαι, ευημερώ, ant παρακμάζω):
- ανθίζει ο πολιτισμός, η επιχείρηση, η κοινωνία, η πόλη, η τέχνη, το εμπόριο |
- ανθίζουν τα γράμματα |
- οι φιλολογικές σπουδές άνθιζαν |
- εδώ μέσα άνθισε η πραγματική ιστορική επιστήμη (Theodorakop) |
- όσο διοικούσε ο Kίμων όλα άνθιζαν στην Aθήνα, ειρήνη, χρήμα, αποικίες, θαλασσοκρατία, οι δάφνες της νίκης (ChZalokostas) |
- η μεγάλη ποίηση θα ανθίσει και στο μέλλον, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς ποίηση (Tsatsos) |
- το δημοτικό τραγούδι ανθίζει ακατάλυτο από τα χρόνια του Oμήρου (Kakridis, adapted) |
- η φουτουριστική ζωγραφική άνθισε για πολύ λίγο στις αρχές του αιώνα μας (Papanoutsos) |
- η κρητική ποιητική παραγωγή ανθίζει το 17ο αιώνα (Dimaras) |
- κάτω απ' την αδιάκοπη προσπάθειά του άνθιζε μια ανανεωμένη επιστημονική παραγωγή (Louros) |
- λίγα ερείπια δείχνουν σήμερα το μέρος όπου άνθισε για ενάμισυ αιώνα μια ζωηρή πνευματική κίνηση (Varelas)
[fr MG ανθίζω ← K, AG, der of ἄνθος]
- ① bloom, blossom (syn λουλουδιάζω):