Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανησυχώ [anisixó] ipf ανησυχούσα, aor ανησύχησα (subj ανησυχήσω)
- ① intr be uneasy, worry (about s.o. or sth):
- μην ανησυχείτε γι' αυτόν, είναι εντελώς καλά |
- ανησυχεί για την πολιτική κατάσταση της χώρας |
- είχε καιρό να πάρει γράμμα του κι ανησυχούσε |
- οι ρομαντικοί συγγραφείς ανησύχησαν μήπως από την εισβολή του ευρωπαϊκού πολιτισμού η Iσπανία χάσει το χαρακτήρα της και την πρωτοτυπία της (Papantoniou) |
- είχα αρχίσει ν' ~ (Drosinis) |
- ντύνεται καλά, ζει σε σπίτια ευχάριστα, δεν ανησυχεί για το μέλλον των παιδιών του (Theotokas) |
- ο άξιος, που έφτασε στην κορυφή με την αξία του, διαρκώς ανησυχεί, μήπως δε φανεί πραγματικά άξιος (Stasinop) |
- η Aριάγνη τού έκανε με το κεφάλι να μην ανησυχεί, θα πλερωνόταν το δίκιο του (Tsirkas) |
- ανησυχούσαν οι ηθοποιοί που δεν μπορούσαν πια να επιβάλλουν τα έργα της εκλογής τους (Athanasiadis-N) |
- ο πρόεδρος θ' ανησυχήσει σοβαρά λαβαίνοντας τόσα τηλεγραφήματα (LTheodorakop) |
- poem κ' οι Σαλαμίνιοι, οι πανίσχυροι, | μολονότι δεν είχαν καθόλου, βέβαια, να φοβηθούν | από μια τέτοια σύγκρουση, | ωστόσο ανησύχησαν πολύ (Montis)
- ② trans make uneasy, worry, disturb, disquiet:
- η κατάσταση του τόπου τον ανησυχεί, τον βασανίζει |
- τ' όνειρο αυτό τους ανησυχούσε |
- μου πέρασε η σκέψη ότι ήθελε ν' αποφύγει το βλέμμα μου κι αυτό με ανησύχησε κάπως (Valtinos) |
- οι εσωτερικές ταραχές και οι διπλωματικές αποστολές ανησυχούσαν και εξόργιζαν το σουλτάνο (Vacalop) |
- poem κι ο βαρύτερος χειμώνας, που μ' ανησυχεί .. (Malakasis)
- ⓐ disquiet, disturb, annoy, trouble (syn ενοχλώ):
- κάθε βράδυ μας ανησυχούν με τις φωνές τους |
- παρακαλώ να μη με ανησυχήσει κανείς |
- δεν πρέπει να πάτε να τον ανησυχήσετε |
- στο ντιβάνι, που ήταν για τους ξένους, συχνά κοιμόταν ο ίδιος ο ποιητής, μη θέλοντας ν' ανησυχήσει τη γυναίκα του (Tsatsos) |
- άμα ιδούν ότι δέχεσαι την επίσκεψη ενός τόσο σπουδαίου κυρίου δεν πρόκειται να σε ανησυχήσουν ποτέ πια (Petsalis)
- ⓑ concern, occupy (syn απασχολώ):
- σκέφτεται πράγματα που δεν τον είχαν ανησυχήσει πιο μπροστά |
- αυτό το ζήτημα δε φαίνεται να τον ανησυχεί |
- το μυστήριο που περιρρέει τα πράγματα δεν ανησυχεί πολύ το Γρυπάρη (Melas)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανησυχώ, der of K, PatrG ἀνήσυχος]
- ① intr be uneasy, worry (about s.o. or sth):