Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανηλεώς [anileós] adv (L) = ανήλεα
- :
- τους έδειραν ~ |
- η ιστορία τιμωρεί ~ εκείνους που δεν τη σέβονται |
- το συναίσθημα και η φαντασία του ανθρώπου καταδιώκονται ~ (Theodorakop) |
- οι μέρες των ηρώων συντομεύονται ~ σε πολλά μυθιστορήματα (Athanasiadis-N) |
- εμαύρισαν (κατεψήφισαν) ~ τα παλαιά κόμματα (Roussos) |
- συνεχώς ραβδίζει ~ μέχρι κοπώσεως το ανεύθυνο (Zotos)
[fr MG ← AG, K ἀνηλεῶς, der of ἀνηλεής]



