Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανευθυνότητα
1 εγγραφή
ανευθυνότητα [anefθinótita] η, (L)
  • ① = το ανεύθυνο 1:
    • ο βασιλιάς επιδίωξε να χαλαρώσει τα δεσμά της ανευθυνότητας (Christidis) |
    • κανένας δεν θα μπορέσει να επικαλεστεί το άλλοθι της ανευθυνότητας (id.)
  • ② = το ανεύθυνο 2:
    • κατηγορήθηκε η επιτροπή για ~ |
    • δημαγωγική, πολιτική ~ |
    • δεν επιτρέπονται ανευθυνότητες |
    • θα ήταν ~, αν η κυβέρνηση ριχνόταν στη μάχη για την κατάκτηση των δήμων και κοινοτήτων |
    • είναι απλωμένη παντού μια ασυδοσία και μια ~ που πάει να γίνει πραγματική εθνική συμφορά (Karantinos) |
    • η πίστη σε μια υπερφυσική δύναμη οδήγησε στην ~ στο κοινωνικό πεδίο (Evelpidis)

[fr kath ανευθυνότης, der of AG ἀνεύθυνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες