Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμόχορτο [anemóxorto] το, (D) bot
- pellitory, a plant of the genus Parietaria (syn in ανεμοκλάδι):
- κυματίζουν, ξεκουνώντας σιγά σιγά τα μάρμαρα, τ' ανεμόχορτα κ' οι πικραλίδες (Kazantz) |
- poem ας λούζει ωστόσο τ' ~, | που πιάνει η ρίζα του στον αέρα του βουνού (Sikel)
[cpd of άνεμος & χόρτο]
- pellitory, a plant of the genus Parietaria (syn in ανεμοκλάδι):