Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόσαρκος
1 εγγραφή
ανεμόσαρκος, -η, -ο [anemósarkos] (D) & lit
  • fleshless, thin, emaciated (syn άπαχος, άσαρκος, ισχνός):
    • η ανεμόσαρκη μορφή |
    • τα ανεμόσαρκα χείλη |
    • αυτή η λιτή και σκοτεινή μεγαλοφυΐα, η ανεμόσαρκη, η όλη ανάταση! (Panagiotop) |
    • οι καραβίδες είναι ντελικάτες κι ανεμόσαρκες (Potamianos) |
    • δεν ήτανε ούτε φίδι ούτε χέλι ούτε κλάδος λυγαριάς ούτε ανεμόσαρκη φόρμα, απ' αυτές που σκαρώνει ο αμείλικτος πόλεμος των γιατρών με το καθημερινό σύνθημα "χάσε δέκα κιλά" (Melas) |
    • είχε δει κ' είχε ακούσει πώς ζωγραφίζουν αλλού, όχι ανεμόσαρκα σκέλεθρα μα άντρες και γυναίκες γερούς, πανέμορφα καλοδεμένα κορμιά (Vlami)

[cpd of άνεμος & σάρκα (← AG σάρξ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες