Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμοσούρι [anemosúri] το, region.
- snowstorm, blizzard (syn ανεμόχιονο):
- τ' ~ δεν άφηνε ούτε λαμπάδα ούτε δαδί αναμμένο (Christovasilis) |
- οι φωνές φέρνανε γύρω τα μπεντένια, εδώ δυνατές, παραπέρα αχαμνές, μέσα στο ~ (Prevelakis) |
- τ' ανεμοσούρια στήνουν παγίδες του χάρου πάνω απ' τους γκρεμούς, θάβουνε ζα κι ανθρώπους (Myrivilis) |
- poem μα ~ ασκώθη ανέσπλαχνο, κορμί και νους παγώνουν (Kazantz Od 22.587)
[postverbal der of region. ModG ανεμοσουρίζω]
- snowstorm, blizzard (syn ανεμόχιονο):