Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμολογώ [anemoloγó] 2sg ανεμολογείς, ipf ανεμολογούσα (L)
- ① talk nonsense (syn in αερολογώ)
- ② move to and fro, wave (syn ανεμίζω 1):
- poem ανεμολογούσε η καστανιά | σε μια πίσω αυλή, σ' ένα πηγάδι (Agras)
[cpd of άνεμος & -λογώ]