Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμικός
1 εγγραφή
ανεμικός, -ή, -ό [anemikós]
  • ① windy:
    • poem .. η νύχτα από | μελισταγής γίνηκε αλώνι | ανεμικό με μιας (Papatsonis) |
    • παράπονα που πήρε η ανεμική | φόρα, του χινοπώρου τα φαρμάκια (Malakasis)
  • ② med relating to, or affected w., anemia, anemic:
    • ο τάδε είναι ~
  • ⓐ fig lacking vitality, weak:
    • οι προκυμαίες ακινητούσαν μέσα στο ανεμικό φως του βορρά (Panagiotop) |
    • έχουν ανεμικό ντουφέκι (Vlachogiannis)

[fr MG ανεμικός, der of AG ἄνεμος w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες