Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανελαστικός, -ή, -ό [anelastikós] (L)
- lacking flexibility, inflexible, non-elastic, inelastic (ant ελαστικός):
- ανελαστική ζήτηση inflexible demand |
- ανελαστικό σχήμα non-elastic pattern |
- ανελαστική ημερήσια διάταξη |
- δεν εσημειώθη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις λόγω της ανελαστικής στάσεως της άλλης πλευράς |
- οι εισαγωγές ορισμένων προϊόντων είναι ανελαστικές λόγω ελλείψεως στην εγχώρια παραγωγή |
- το κοινωνικό σύνολο εμφανίζεται σαν απολιθωμένη, ομοιογενής και ανελαστική μάζα, μέσα στην οποία τα άτομα χάνουν εντελώς την προσωπικότητά τους (SNestor)
[neol (kath) ανελαστικός, cpd w. kath ελαστικός]
- lacking flexibility, inflexible, non-elastic, inelastic (ant ελαστικός):