Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεβάζω [anevázo] ipf ανέβαζα, aor ανέβασα (subj ανεβάσω), pass ανεβάζομαι, aor ανεβάστηκα, 3sg ανεβάστηκε (& ανεβάσθηκε) (subj ανεβαστώ), 3sg ανεβαστεί (& ανεβασθεί), ppp ανεβασμένος
- ① trans raise, lift, carry up s.o. or sth (ant κατεβάζω):
- ~ το παιδί στο κάθισμα |
- ~ τα πόδια μου στο ντιβάνι |
- ~ τα πράγματά μου στο τρίτο πάτωμα |
- μερικοί ανέβασαν στο κατάστρωμα την εικόνα της Παναγίας (Petsalis) |
- οι ποιηταί φιλοδοξούν να μας δείξουν, απάνου από μια ψηλή κορφή που μας ανεβάζουν, των ανθρώπινων γενεών το πέρασμα (Palam) |
- μας ανέβασε το αυτοκίνητο από το δρόμο (Charis) |
- poem τούτα στα χέρια μας αν έπεφταν, λογιάζω, τους Aργίτες | αυτή τη νύχτα θ' ανεβάζαμε πα στα γοργά καράβια (Homer Il 8.197 Kaz-Kakr) |
- poem τ' αρματολίκι ανέβαζες και την αγάπη αντάμα | στ' αστέρια, στο φεγγάρι, στους θεούς (Malakasis)
- ⓐ turn up (syn σηκώνω):
- ~ το γιακά, την τραγιάσκα
- ⓑ raise s.o. (to power):
- τον ανέβασε στην εξουσία |
- ο ρομαντισμός ανέβαζε θρόνους (Athanasiadis-N)
- ② upgrade, elevate, step up (near-syn εξυψώνω):
- ~ το βιοτικό επίπεδο της ζωής, της εκπαιδεύσεως |
- ~την ευημερία του τόπου, το εθνικό εισόδημα, τη μορφωτική στάθμη του λαού |
- ο M. κατάφερε ν' ανεβάσει τη βενετσιάνικη ζωγραφική στο ύψος της ζωγραφικής της Tοσκάνης (Kanellop) |
- οι αρχαίες τραγωδίες και ο Σαίξπηρ δεν κατέβηκαν ως το πλήθος, άλλα το ανέβασαν ως το υψηλό επίπεδο της ποίησης (Melas) |
- poem μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο | μονάχα αυτό σε ζει και σ' ανεβάζει! (Panselinos)
- ③ raise, increase (syn αυξάνω, L υψώνω, ant κατεβάζω):
- ~ την τιμή, την αξία πράγματος, το νοίκι, το μισθό |
- ανέβασαν πάλι όλα τα πράγματα |
- ·Óέ‚·Û·Ó τους φόρους |
- του ανέβασε το μισθό (Psichari)
- ④ raise:
- η επίδραση μιας ένεσης νικοτίνης ανεβάζει την πίεση του αίματος
- ⑤ make loud, raise (one's voice):
- ~ τη φωνή μου |
- ο Kονδυλάκης ανέβασε κάπως τον τόνο του, σαν χρονογράφος (Melas)
- ⑥ estimate at as high as (syn υπολογίζω):
- μαρτυρίες ανεβάζουν σε 104.000 τους Iταλούς στην Aλβανία (Tsirpanlis)
- ⑦ theat to stage, present, mount (a play) (syn σκηνοθετώ):
- ανέβασε ο Δ. Mυράτ νέο έργο |
- ανεβάζοντας τη "Σαλώμη" θελήσαμε να δείξουμε πόσο διαφορετικά μπορούσαν ν' ανεβαίνουν τα έργα (Melas) |
- το έργο ανεβάστηκε στο Eθνικό Θέατρο με σκηνοθεσία Δ. Pοντήρη (Theotokas) |
- έξι θεατρικά έργα του έχουν ανεβαστεί στη σκηνή (AGeorgiadis)
[fr MG ανεβάζω bes αναβάζω ← AG ἀναβιβάζω by haplol]
- ① trans raise, lift, carry up s.o. or sth (ant κατεβάζω):