Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανδροπρέπεια
1 item total
ανδροπρέπεια [an∂roprépia] η, (L)
  • ① manliness, virility:
    • ο τάδε χαρακτηρίζεται από ~
  • ② man's dignity:
    • η ποίησή του είναι γεμάτη δύναμη και ~ (PPanagiotounis)

[der of ανδροπρεπής; cf δουλοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go