Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανδρικός, -ή, -ό [an∂rikós] (common & lit αντρικός)
- ① of a man, man's, male:
- το ανδρικό φύλο |
- anat ανδρικό μόριο |
- ανδρικό όνομα |
- ανδρική χορωδία male choir |
- ανδρικά ρούχα or φορέματα men's clothing (syn ανδρικά) |
- αντρική στολή |
- ανδρικά παπούτσια |
- ανδρικά αποδυτήρια men's locker rooms |
- χτενισιά αντρική |
- ανδρική φιγούρα |
- ήμουν ώριμος να μπω στην αντρική ηλικία (Kazantz) |
- λιγότερο επιτυχείς ήταν οι ανδρικοί ρόλοι του έργου (Xenop)
- ⓐ manly, virile:
- αντρική αλκή |
- ανδρικό περπάτημα |
- πιεζόταν η ψυχή τους από έναν προορισμό απόλυτα ανδρικό (Kovvatzis) |
- poem το σφυρί σαν το άγαλμα της αντρικής γροθιάς (Ritsos)
- ⓑ fit for a man, manly:
- ανδρική τιμή, φιλοτιμία, ψυχραιμία |
- ανδρική στάση |
- ανδρικό φέρσιμο |
- το κηρύσσουν με ανδρική παρρησία (Skliros)
- ② brave, valiant, courageous (syn ανδρείος, γενναίος):
- ανδρική συμπεριφορά |
- είναι ικανός και για τις πιο ανδρικές πράξεις (Chatzinis) |
- θα ήταν ανδρικότερο να μιλήσει (Athanasiadis-N) |
- δεν ήταν ανδρικό εμείς να το κάνουμε αυτό (Tsirkas) |
- poem το γιγάντιο σφυρηλάτημα, ανδρικό, γαλήνιο, ρυθμικό, μεγάλο (Sikel)
[fr K, AG ἀνδρικός ← ἀνδρ- (ἀνήρ, ἀνδρός) w. suff -ικός]
- ① of a man, man's, male: