Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναψύχω [anapsíxo] mediop αναψύχομαι, aor subj αναψυγώ
- ① give refreshment to s.o., refresh (syn δροσίζω)
- ② mi αναψύχομαι, be cooled, be freshened:
- μια νήσος του πρασίνου στην Kοπενχάγη έγινε παραμυθένιος κήπος, όπου αναψύχεται το καλοκαίρι η πόλη μ' εξήντα εκατοστά της κορώνας κατ' άτομο (Papantoniou, adapted) |
- οσοι πιστοί και αν προσέλθουν, όλοι θα τοποθετηθούν, όλοι θ' αναψυγούν (Papatsonis)
- ③ fig ~ give fresh vigor to, recreate, entertain
[fr kath αναψύχω ← ByzG ← K, AG ἀναψύχω]
- αναψυχώνω [anapsixóno] aor αναψύχωσα
- ① reinvigorate, reanimate (syn αναζωογονώ):
- poem αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου | ως να 'ταν όλο χαλκός το διάστημα (Sikel)
- ② give courage to s.o. (syn αναθαρρύνω, εμψυχώνω, ant αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω):
- poem κι ως αραγμένο ατάξιδο σε οκνά νερά καΐκι | αναψυχώνεται άξαφνα με τον ανασασμό (Sikel)
[fr MG αναψυχώνω ← MG αναψυχώ (-όω) (Kallimachos & Chrys.) ← PatrG (John Chrys.)]
- ① reinvigorate, reanimate (syn αναζωογονώ):
- αναψύχωση [anapsíxosi] η, gen αναψύχωσης (L)
- reanimation, reinvigoration (syn αναζωογόνηση, εμψύχωση)
[fr kath *αναψύχωσις, der of αναψυχώνω; cf K ἐμψύχωσις]
- αναψυχωτής [anapsixotís] ο,
- one that invigorates others (syn εμψυχωτής)
[der of αναψυχώνω]