Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναψυχώνω
1 εγγραφή
αναψυχώνω [anapsixóno] aor αναψύχωσα
  • ① reinvigorate, reanimate (syn αναζωογονώ):
    • poem αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου | ως να 'ταν όλο χαλκός το διάστημα (Sikel)
  • ② give courage to s.o. (syn αναθαρρύνω, εμψυχώνω, ant αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω):
    • poem κι ως αραγμένο ατάξιδο σε οκνά νερά καΐκι | αναψυχώνεται άξαφνα με τον ανασασμό (Sikel)

[fr MG αναψυχώνω ← MG αναψυχώ (-όω) (Kallimachos & Chrys.) ← PatrG (John Chrys.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες