Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναχρονισμός [anaxronizmós] ο,
- ① a chronological misplacing of persons, events, objects etc, anachronism:
- ιστορικός ~ |
- οι διάλογοι του Πλάτωνος περιέχουν πολλούς αναχρονισμούς (Lambridi) |
- προσπάθησα ν' αποφύγω τους αναχρονισμούς, το καθετί που θα ήταν ασυμβίβαστο προς το κλίμα της εποχής του Aριστοφάνη (Stavrou)
- ② a person or thing that is chronologically out of place, anachronism:
- ο μεσαίωνας αποτελεί σήμερα αναχρονισμό απαράδεκτο |
- το τονικό σύστημα είναι ανυπόφορος ~ |
- στην αρχή της βιομηχανικής εποχής ο πόλεμος ήταν πια ~ (Evelpidis)
[fr MG αναχρονισμός (Schol. Aristoph., Eustathius), der of LK αναχρονίζω -ομαι (-ίζω pap, 2nd-3rd c. AD; -ίζομαι MG)]
- ① a chronological misplacing of persons, events, objects etc, anachronism:



