Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφτερω
4 εγγραφές [1 - 4]
αναφτερώ [anafteró] αναφτεράς,
  • ift (up), raise revive, excite (syn in αναφτερώνω):
    • poem με τα μάτια ακολουθώντας | το νεογέννητο το φως, | και σε δαύτο αναφτερώντας, | της εξέβγαινε ο ψαλμός (Solom) |
    • α! πώς χτυπά καμιά φορά τούτ' η καρδιά κι αναφτερά, | τώρα στα γεροντάματα (Malakasis) |
    • στήσε το αφτί, ο λαός αναφτεράει κι ασκώνει μας κεφάλι (Kazantz Od 1.1221)

[fr MG αναπτερώ, 3sg αναπτερά]

αναφτέρωμα [anaftéroma] το,
  • encouragement, invigoration, animation, rousing:
    • ένα ~ της φαντασίας, της αποκάλυψης, της ποιητικής ιδέας |
    • θα υπάρχουν πάντα νιάτα διψασμένα γι' αναφτερώματα και λυτρωμούς (Panagiotop) |
    • δραματική αναγέννηση, που έπλασε με την πείρα της, με το αναφτέρωμά της .. τον παράδεισο της αρμονίας των συνθεμάτων (id.) |
    • αργό χωρίς αληθινό ~, ειδύλλιο δύο νέων υπάρξεων (Chatzinis)
  • ⓐ exaltation, elevation:
    • οι ουρανοξύστες έχουν μια κατακόρυφη έξαρση, ένα ~ (Thrylos) |
    • αυτό το μάρμαρο μοιάζει σα να εξουσιάζει το χώρο με το αναφτέρωμά του (Panagiotop)

[perh fr MG *αναπτέρωμα or der of αναφτερώνω]

αναφτερωμένος, -η, -ο [anafteroménos]
  • ① having stretched (open) wings:
    • ο κύκνος ~ απάνου στην ολόγυμνη Λήδα (Panagiotop)
  • ② raised, lifted, revived:
    • η ψυχή του είναι αναφτερωμένη |
    • κοντά της αισθάνονται αναφτερωμένοι |
    • έβγαιναν από το θέατρο αναφτερωμένοι |
    • η έλλογη νόηση αναφτερωμένη από την ίδια της την κίνηση υπερτίμησε τη δύναμη και τα δικαιώματά της (Papanoutsos) |
    • οι πιο αναφτερωμένες απολυτρώσεις κρύβονται ίσως μέσα στις φυλακές (Thrylos)

[ppp of αναφτερώνω]

αναφτερώνω [anafteróno] ipf αναφτέρωνα, aor αναφτέρωσα, mediop αναφτερώνομαι, aor αναφτερώθηκα
  • lift (up), raise, revive, excite (syn ενισχύω, υψώνω, εμψυχώνω):
    • τον αναφτέρωνε μια πνοή |
    • ~ την ψυχή, το κουράγιο, το ηθικό, τις ελπίδες, το εθνικό φρόνημα |
    • τον αναφτέρωσαν τα ίδια του τα λόγια |
    • αναφτερώνεται από τον έρωτα, από τη μέθη της επιτυχίας |
    • ιδέα ήταν ό,τι σας αναφτέρωνε |
    • (η αδελφή του) τον αναφτέρωνε, ενίσχυε μέσα του τη δημιουργικότητα (Thrylos) |
    • τις βαριές ώρες τις αναφτερώνει συχνά μια έξαρση (id.) |
    • η νοσταλγία και η χαρά της επιστροφής .. αναφτέρωναν την ευαισθησία του (Stamelos) |
    • λίγο ψωμί, έφτανε να τους αναφτερώσει (Chatzinis) |
    • το γνήσιο δημοκρατικό καθεστώς συμφέρον έχει να αναφτερώσει τα εκλεκτά άτομα (Papanoutsos, adapted)
  • ① mi αναφτερώνομαι become reanimated or reinvigorated, revive:
    • όλοι με τα λόγια αναφτερώνονται |
    • μέσα σε αντιστάσεις αναφτερώνεται και θριαμβεύει η δημιουργική ελευθερία του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • ο πυρπολητής πατώντας απάνω στη βάρκα .. αναφτερώνεται για να ρίξει τη φωτιά (Papantoniou)

[fr MG αναπτερώνω ← AG ἀναπτερῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες