Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπότρεπτος
1 εγγραφή
αναπότρεπτος, -η, -ο [anapótreptos] (L)
  • undeterred, unavoidable, inevitable:
    • αναπότρεπτη ανάγκη dire need (syn απόλυτη ανάγκη) |
    • αναπότρεπτη λογική ανάγκη, αναπότρεπτη ψυχική και πνευματική ανάγκη |
    • phr κατ' αναπότρεπτην ανάγκη, κατ' αναπότρεπτο λόγο |
    • αναπότρεπτες αλλοιώσεις, αλλαγές |
    • ο θάνατος είναι πράγμα αναπότρεπτο |
    • η αναπότρεπτη απαντοχή του |
    • αναπότρεπτο δεδομένο, αναπότρεπτα σφάλματα |
    • αναπότρεπτη συνέπεια |
    • αναπότρεπτες λογικές ακολουθίες |
    • αναπότρεπτη θυσία |
    • αναπότρεπτη λύση |
    • το αναπότρεπτο χρέος του εξειδικευμένου είναι το χρέος να παραμένει άνθρωπος (Panagiotop) |
    • αναπότρεπτο μοιραίο (η φθορά είναι αναπότρεπτη) (id.) |
    • το αναπότρεπτο τέρμα |
    • η αναπότρεπτη απόληξη της ύπαρξης (Papanoutsos) |
    • ο κίνδυνος είναι μεγάλος και κάποτε ~ (id.) |
    • ο ~ χαμός του έθνους |
    • η διαρκής και αναπότρεπτη απασχόληση με μικρά και περιττά πράγματα |
    • αναπότρεπτο αποτέλεσμα |
    • η επίθεση ήταν αναπότρεπτη |
    • πανικός για συμφορές που έρχονται, αναπότρεπτες (Tsirkas) |
    • κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο (Karagatsis) |
    • το περίμενε, ήταν αναπότρεπτο |
    • είναι (κάτι) φυσικό και αναπότρεπτο |
    • είναι αναπότρεπτο πολλές φορές να σφάλλουν (Thrylos) |
    • δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα του αναπότρεπτου κακού που τους περίζωνε (AAGeorgiadis-K) |
    • το όραμα του αναπότρεπτου μετασχηματισμού (Papasiopis) |
    • αναπότρεπτη και χρήσιμη πρόοδος της τεχνικής |
    • αναπότρεπτη χρεοκοπία |
    • αισθάνεται την αναπότρεπτη ανάσχεση |
    • να μην προχωρήσει έως το γάμο (Papanoutsos) |
    • η αναπότρεπτη βεβαιότητα του τέλους |
    • μια αναπότρεπτη ηθική επιταγή |
    • η σκληρή, αναπότρεπτη (ανθρώπινη) μοίρα |
    • αποφάσεις μιας οδυνηρής και αναπότρεπτης μοίρας (Sachinis) |
    • καθιερώθηκε η νεοελληνική διγλωσσία ως μοίρα αναπότρεπτη |
    • θυμάμαι το αναπότρεπτο ύφος του ισοβίτη (Plaskovitis)

[fr kath αναπότρεπτος ← MG αναπότρεπτος ← K, (pap, 6th c. AD) ἀναπότρεπτος 'unalterable', cpd of ἀν- & *ἀποτρεπτός; cf MG απότρεπτος (6th c.), AG δυσαπότρεπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες