Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπτυσσόμενος
1 εγγραφή
αναπτυσσόμενος, -η, -ο [anaptisómenos] (L)
  • ① being under development, developing, improving (syn εξελισσόμενος, υπό ανάπτυξη):
    • μια αναπτυσσόμενη νέα πολιτεία |
    • η αναπτυσσόμενη εθνική οικονομία |
    • η ορθολογιστικά αναπτυσσόμενη βιομηχανία |
    • η ταχύτατα αναπτυσσόμενη γενική τεχνολογική μεταβολή |
    • τα αναπτυσσόμενα έθνη the developing nations |
    • αναπτυσσόμενες χώρες developing countries |
    • μεγάλη επέκταση των συναλλαγών μεταξύ των αναπτυσσομένων χωρών |
    • οι κάτοικοι, η διατροφή των αναπτυσσομένων χωρών |
    • επί δύο αιώνες περίπου ο κόσμος έζησε υπό το αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό καθεστώς (Angelop) |
    • ο ~ γεωργικός τομέας |
    • η αναπτυσσόμενη διαδοχικά αυτοσυνειδησία μιας ιστορικής περιόδου (Panagiotop)
  • ② being formulated, discussed, analyzed:
    • ~ λόγος, αναπτυσσόμενη ιδέα, αναπτυσσόμενες θεωρίες |
    • απόψεις των εισηγητών για τις αναπτυσσόμενες αισθητικές θεωρίες (Moustoxydis) |
    • αφηρημένες έννοιες πάντοτε αναπτυσσόμενες σε λυρική εκφραστικότητα (Spandonidis)

[prp of αναπτύσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες