Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναποδίζω
1 εγγραφή
αναποδίζω [anapο∂ízo] (& αναποδάω)
  • ① go (move, walk) backward
  • ② naut go back, go astern (syn κάνω ανάποδα, πλέω ανάποδα)
  • ⓐ trans fall upon:
    • στη θάλασσα τη γαλήνη διαδέχεται η πνιχτική φουρτούνα και τ' αναποδάει και τα βουλιάζει τα καράβια (Papatsonis)

[fr MG αναποδίζω ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες