Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπληρωτικός
1 εγγραφή
αναπληρωτικός, -ή, -ό [anaplirotikós] (L)
  • substitutional, substitute (syn αναπληρωματικός 2, υποκατάστατος):
    • τα αναπληρωματικά έργα, π.χ. του Zολά, αποκαλύπτουν ένα τύπο διάφορο και κάποτε αντίθετο προς τον άνθρωπο-καλλιτέχνη καθώς και προς τον τρόπο της ζωής του (Papanoutsos) |
    • μια ηθική της πολιτικής, αναπληρωτική τροποποιητική της ιδιωτικής ηθικής (Despotop) |
    • ο άνθρωπος έχει και θαυμαστή δύναμη αναπληρωτική της όποιας μειονεξίας του συγκριτικά με κάποια ζώα σε ειδικές επιδόσεις του αισθησιοκινησιακού οργανισμού (id.)
  • ⓐ gramm compensatory (syn αναπληρωματικός):
    • αναπληρωτική έκταση compensatory lengthening (syn αντέκταση)
  • ⓑ law ~ όρκος in a civil suit, oath sworn in support of allegations considered highly probable because of the evidence presented in their support, by which oath the allegation are then considered proved

[fr MG αναπληρωματικός ← K ἀναπληρωματικός, der of *ἀναπληρωτός (: ἀναπληρῶ) for which cf απλήρωτος, δυσπλήρωτος, ευπλήρωτος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες